ἡγεμονικοῦ

ἡγεμονικοῦ
ἡγεμονικός
of
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Diogenes of Babylon — For other uses, see Diogenes (disambiguation). Diogenes of Babylon (also known as Diogenes of Seleucia; c. 230 c. 150/140 BCE[1]) was a Stoic philosopher. He was the head of the Stoic school in Athens, and he was one …   Wikipedia

  • ДИОГЕН ВАВИЛОНСКИЙ —     ДИОГЕН ВАВИЛОНСКИЙ, или Диоген из Селевкии (Διογένης ὁ Βαβυλώνιος, ὁ Σελευκεύς) (ок. 240 ок. 150 до н. э.), стоик, ученикХрисиппа, один из самых влиятельных представителей Ранней Стой. Родом из Селевкии на Тигре (эту область собирательно… …   Античная философия

  • ПТОЛЕМЕЙ КЛАВДИЙ —     ПТОЛЕМЕЙ КЛАВДИЙ (Πτολεμαῖος ὁ Κλαύδιος, Ἀλεξανδρεύς) (ок. 100 170 н. э.), греческий ученый и философ; работал в Александрии. Сведений о его жизни не сохранилось. Считается, что его основные произведения созданы во времена правления имп.… …   Античная философия

  • FUNALES Equi — qui hodie in curru quadriiugo praecedunt, subsequentibus iugalibus, olim sic disponebantur, ut in medio duo iugales irent et ad latera duo funales utrinque essent loro adnexi, sicque equi quatuor aequatâ fronte procederent, Euripid, Iphig. in… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ανθηγεμονικός — ή, ό 1. αυτός που στρέφεται ή συνωμοτεί εναντίον ηγεμόνα ή ηγεμονικού καθεστώτος 2. αυτός που ανήκει ή έχει σχέση με ανθηγεμόνα …   Dictionary of Greek

  • ηγεμονικότητα — η 1. η ιδιότητα τού ηγεμονικού, τού ικανού να ηγεμονεύει 2. μεγαλοπρέπεια, μεγαλοδωρία που ταιριάζει σε ηγεμόνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηγεμονικός. Η λ., στον λόγιο τ. ηγεμονικότης, μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • καμαράσης — και καμαράσιος, ὁ (Μ) 1. (επί φραγκοκρατίας) ο έφορος τών ηγεμονικών αυλών, τού οποίου έργο ήταν η διαχείριση τού ηγεμονικού κιβωτίου, θησαυροφύλακας 2. ο φύλακας τού πατριαρχικού κελλιού στα Ιεροσόλυμα, ο οποίος είχε και την εποπτεία τών… …   Dictionary of Greek

  • κοιρανίδης — κοιρανίδης, ὁ (Α) μέλος ηγεμονικού οίκου, άρχοντας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοίρανος + κατάλ. ίδης (πρβλ. δραπετ ίδης, ηγεμον ίδης)] …   Dictionary of Greek

  • οροφή — Με τη λέξη ο. εννοούμε γενικά την εσωτερική άνω επιφάνεια ενός χώρου, είτε αυτή είναι επίπεδη είτε όχι, σε αντιδιαστολή προς την εξωτερική άνω επιφάνεια που ονομάζουμε στέγη. Η ο. και η στέγη αποτελούν τμήματα του αυτού κατά κανόνα φέροντα… …   Dictionary of Greek

  • συρία — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”